- τροπισμός
- οπροσανατολισμός της αύξησης, τον οποίο παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα σε φυσικά ή χημικά ερεθίσματα ως αντίδραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
θερμοτροπισμός — Τροπισμός υπό την επίδραση της θερμότητας. Βλ. λ. τροπισμός. * * * ο βιολ. κινητήρια προσανατολισμένη αντίδραση που προκαλείται από την παρουσία μιας διαβάθμισης τής θερμοκρασίας στο περιβάλλον τού οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
αεροτροπισμός — ο (Βιολ.) τροπισμός* που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerotropism < aero (< ελλ. αήρ, έρος) + tropism (πρβλ. τροπισμός)] … Dictionary of Greek
νυκτοτροπισμός — και νυκτιτροπισμός, ο βοτ. τροπισμός υπό την επίδραση τού σκότους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctitropism < νύξ, νυκτός + τροπισμός] … Dictionary of Greek
υδροτροπισμός — ο, Ν 1. βιολ. μορφή χημειοτροπισμού κατά την οποία το νερό αποτελεί τον προσανατολιστικό παράγοντα και η οποία συνίσταται σε διαφοροποιημένη αύξηση ενός φυτικού οργάνου, που προκαλείται από την άνιση κατανομή τού εδαφικού νερού σε διάφορες… … Dictionary of Greek
αλλοτροπισμός — ο Χημ. η μετατροπή μιας αλλοτροπικής μορφής, ενός στοιχείου ή μιας ενώσεως, σε μια άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allotropism < allo (πρβλ. αλλο ) + tropism (πρβλ. τροπισμός)] … Dictionary of Greek
βιοτροπισμός — ο τροπισμός που παρατηρείται στις ρίζες παράσιτων φυτών, τα οποία προσανατολίζουν την ανάπτυξή τους μέσα στο χώμα ανάλογα με τις ρίζες των φυτών από τα οποία τρέφονται … Dictionary of Greek
διατροπία — η τροπισμός* κατά τον οποίο ο κύριος άξονας τού φυτού παίρνει κατεύθυνση κάθετη προς την επενεργούσα δύναμη … Dictionary of Greek
ηλιοτροπισμός — ο και ηλιοτροπία, η η ιδιότητα τών φυτών, υπό την επίδραση τού ηλιακού φωτός, να στρέφονται προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotropism < helio (πρβλ. ηλιο *) + tropism (πρβλ. τροπισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek